Page 21 - PCM267

Basic HTML Version

ΑΣΦΑΛΕΙΑ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
21
τον πήρα με το αυτοκίνητό μου και τον πήγα
στο σπίτι... ο Κ. πήγε σπίτι με το μηχανάκι
προτού φτάσω εγώ με το Θ...». Πράγματι, ο
κατηγορούμενος προηγήθηκε και ύστερα
από λίγο έφτασε στο σπίτι τους το θύμα.
Οταν το θύμα μπήκε στο σπίτι, πήγε στο δω-
μάτιο όπου έμενε ο κατηγορούμενος και λο-
γόφεραν. Με την επέμβαση του πατέρα
τους ηρέμησαν και το θύμα βγήκε έξω από
το σπίτι στον κεντρικό δρόμο. Επειτα από λί-
γο, το θύμα επέστρεψε στο σπίτι και ακού-
στηκαν να φιλονικούν και πάλι με τον κατη-
γορούμενο. Οπως καταθέτει, από ιδία αντί-
ληψη, η αδερφή τους, «όταν γύρισε ο Θ., ο
οποίος πέρασε μπροστά μου κρατώντας το
μαχαίρι του, πήγε προς το δωμάτιο του Κ.,
χτύπησε με μπουνιά την πόρτα και άκουσα
δυνατό χτύπο. Τότε είπα στον πατέρα μας,
“σήκω, μπαμπά, ο Θ. κρατάει μαχαίρι”...».
Το θύμα βγήκε έξω από το δωμάτιο στην
αυλή του σπιτιού παραπατώντας, ήταν κτυ-
πημένος με μαχαίρι και αιμορραγούσε. Με-
ταφέρθηκε στη συνέχεια στο νοσοκομείο,
όπου απεβίωσε συνεπεία του τραύματος
που του είχε προξενήσει με μαχαίρι ο κατη-
γορούμενος στην καρδιά. Στο δωμάτιο όπου
έγινε η συμπλοκή μεταξύ των αδερφών,
βρέθηκε και κατασχέθηκε από την αστυνο-
μία το μαχαίρι του θύματος, για το οποίο έγι-
νε πιο πάνω λόγος.
Η απόφαση και οι γνώμες
Κατά την κρίση της πλειοψηφίας που
απαρτίστηκε από την ψήφο τεσσάρων από
τα μέλη του δικαστηρίου: Ο Θ. μπήκε στο
δωμάτιο του κατηγορουμένου και του επιτέ-
θηκε με το μαχαίρι για να τον σκοτώσει. Αυ-
τό προκύπτει από το ότι κατά την πρώτη φι-
λονικία του με το κατηγορούμενο μέσα στο
πατρικό σπίτι, φεύγοντας είπε πως «κάποιον
θα σκοτώσει», προτού φύγει οριστικά από το
σπίτι. Επίσης, γύρισε κρατώντας το μαχαίρι,
το οποίο, τελικά, βρέθηκε στο δωμάτιο του
κατηγορουμένου.
Ας σημειωθεί ότι οι μάρτυρες κατηγορίας
έχουν περιγράψει με τα μελανότερα χρώμα-
τα το θύμα (το Θ.), τον οποίο χαρακτηρίζουν
ως εριστικό τύπο που πάντοτε έφερε μαζί
του μαχαίρι. Και η αδερφή τους αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι κάποτε που αναμείχθηκε
σε κάτι προσωπικό του, τη «χτύπησε πολύ
άσχημα».
Ολα αυτά συμφωνούν με την εικόνα που
δίνει ο κατηγορούμενος για την τελική συ-
μπλοκή του με το θύμα: «...τον είδα ότι
άνοιξε χτυπώντας δυνατά με τον αγκώνα
του δεξιού χεριού του τη πόρτα, κρατώντας
στο ίδιο χέρι το μαχαίρι, που το είχε σηκω-
μένο ψηλά... Τότε είπα μέσα μου, “χάθηκα”,
άρπαξα αστραπιαία ένα μαχαίρι που ήταν σε
μια κούτα δίπλα στο κρεβάτι μου και το
έφερα μπροστά μου, κρατώντας το και με
τα δύο χέρια για να προφυλαχθώ, ήμουν δε
μισοσηκωμένος.» Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν,
ο κατηγορούμενος άδικη και παρούσα επί-
θεση από μέρους του αδελφού του, που
στρεφόταν εναντίον του, προκειμένου να
υπερασπισθεί τον εαυτό του, πρότεινε το
μαχαίρι του και έτσι τραυμάτισε θανάσιμα,
στην καρδιά, το θύμα.
Η προσβολή αυτή, κατά την κρίση της
πλειοψηφίας του δικαστηρίου, ήταν ανα-
γκαία ενόψει της επικινδυνότητας της επιθέ-
σεως, του είδους της βλάβης που απειλείτο
(θανάτωση του κατηγορουμένου), του τρό-
που και της έντασης της επίθεσης και των
λοιπών περιστάσεων (όπως πιο πάνω εκτέ-
θηκαν).
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε
τυχόν υπέρβαση των ορίων της άμυνας
οφείλεται στο φόβο και στην ταραχή που
υπέστη ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντι-
μετώπισε το μαχαίρι του θύματος μέσα
στο σκοτάδι της νύχτας και ύστερα από
τα προηγηθέντα μεταξύ τους επεισόδια.
Κατά την πλειοψηφούσα αυτή γνώμη, πρέ-
πει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος,
σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 εδάφ. τε-
λευτ. του Ποινικού Κώδικα.
Κατά την κρίση, όμως, ενός άλλου μέ-
λους του δικαστηρίου, προέκυψε άδικη και
παρούσα επίθεση του θύματος εναντίον του
κατηγορουμένου, η οποία αντιθέτως
δεν
στρεφόταν κατά της ζωής του κατηγο-
ρουμένου, αλλά κατά της σωματικής μό-
νο ακεραιότητάς του.
Ο Θ. δεν έδειξε πρό-
θεση να θανατώσει τον αδερφό του τόσο
στο επεισόδιο που έγινε στο νυχτερινό κέ-
ντρο όσο και στη φιλονικία του με τον κατη-
γορούμενο στο σπίτι τους λίγο πριν από το
τελικό επεισόδιο. Ούτε και από τη μέχρι τώ-
ρα, κατά τους μάρτυρες, κακή διαγωγή του
το θύμα έδειξε ότι θα έφθανε στη θανάτω-
ση άλλου προσώπου και μάλιστα του αδερ-
φού του. Οι σχετικές πιθανολογήσεις και
κρίσεις των μαρτύρων φαίνονται μάλλον
υπερβολικές, ενώ και κάποιες εκφράσεις
του θύματος («κάποιον θα σκοτώσει») ελέ-
χθησαν κάτω από συγκεκριμένες ψυχολογι-
κές καταστάσεις και δεν μπορούν αυτές και
μόνο να οδηγήσουν στο συμπέρασμα για
ανθρωποκτόνο σκοπό του θύματος. Ετσι, ο
κατηγορούμενος φονεύοντας το θύμα,
σε άμυνα ευρισκόμενος, υπερέβη τα
όρια της άμυνας ενόψει του βαθμού της
επικινδυνότητας της επιθέσεως, του εί-
δους της απειλούμενης βλάβης
(τραυμα-
τισμού έστω και βαριάς μορφής), του τρό-
που και της έντασης της επιθέσεως και των
λοιπών περιστάσεων (όπως πιο πάνω εκτί-
θενται). Η υπέρβαση αυτή οφειλόταν σε
αμέλεια του κατηγορουμένου, δηλαδή, στο
ότι από έλλειψη της προσοχής την οποία
όφειλε κατά τις πιο πάνω περιστάσεις να κα-
ταβάλει, αλλά και μπορούσε να καταβάλει,
δεν προέβλεπε το αποτέλεσμα που είχε η
πράξη του (το θάνατο του θύματος). Κατά
τη γνώμη, λοιπόν, αυτή, έπρεπε ο κατηγο-
ρούμενος να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτο-
νίας από αμέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23
εδάφ. α` περίπτωση 2η, 28 και 302 του Ποι-
νικού Κώδικα.
Τέλος, κατά την κρίση δύο άλλων μελών
του δικαστηρίου,
δεν τίθεται θέμα άμυνας,
γιατί δεν υπήρξε επίθεση του θύματος,
άδικη και παρούσα, κατά του κατηγορου-
μένου.
Από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοι-
χεία δεν αποδεικνύεται αμέσως κάτι τέτοιο.
Μόνο εμμέσως συνάγονται ορισμένα στοι-
χεία που δεν είναι δυνατό να θεμελιώσουν
δικανική κρίση περί συνδρομής των όρων
της άμυνας. Αντιθέτως αποδεικνύεται, κατά
την άποψη αυτή, ότι ο κατηγορούμενος κτύ-
πησε το θύμα, θέλοντας να το τραυματίσει
κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει
στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βα-
ριά σωματική βλάβη. Δεν ήθελε, όμως, να
τον φονεύσει. Η θανάτωση οφειλόταν σε
αμέλεια, γιατί δεν επέδειξε την προσοχή
που όφειλε κατά τις πιο πάνω περιστάσεις
και μπορούσε να καταβάλει και έτσι δεν
προέβλεψε το αποτέλεσμα της πράξεώς του
(που αποδίδεται συνεπώς σε αμέλειά του).
Επρεπε επομένως, κατά την τρίτη αυτή γνώ-
μη, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος
θανατηφόρου σωματικής βλάβης (άρθρα 29,
309, 311 Ποινικού Κώδικα).
Tο κρίσιμο ερώτημα είναι πού και πώς μπαίνει η δια-
χωριστική γραμμή μεταξύ απόκρουσης (ή οριστικής
εξουδετέρωσης) του επιτιθέμενου και αδικαιολόγη-
της αντεπίθεσης του αμυνόμενου.